θωρακίζω — θωρακίζω, θωράκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θωρακίζω — θωρᾱκίζω , θωρακίζω arm with a breastplate pres subj act 1st sg θωρᾱκίζω , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… … Dictionary of Greek
θωρακίζεσθε — θωρᾱκίζεσθε , θωρακίζω arm with a breastplate pres imperat mp 2nd pl θωρᾱκίζεσθε , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind mp 2nd pl θωρᾱκίζεσθε , θωρακίζω arm with a breastplate imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθωρακισμένα — τεθωρᾱκισμένα , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp neut nom/voc/acc pl τεθωρᾱκισμένᾱ , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp fem nom/voc/acc dual τεθωρᾱκισμένᾱ , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωράκιση — ἡ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θωρακίζω, η επένδυση με θώρακα, η εξόπλιση 2. συνεκδ. οι πλάκες τού θώρακα, ο θώρακας πλοίου, πυροβολείου, αυτοκινήτου η άλλων χώρων και οχημάτων 3. (ηλεκτρολ.) μέθοδος παρεμπόδισης τής διάδοσης ηλεκτρικών ή… … Dictionary of Greek
θωράκισμα — το [θωρακίζω] το αποτέλεσμα τού θωρακίζω … Dictionary of Greek
θωρακιζόμενον — θωρᾱκιζόμενον , θωρακίζω arm with a breastplate pres part mp masc acc sg θωρᾱκιζόμενον , θωρακίζω arm with a breastplate pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακισθέντα — θωρᾱκισθέντα , θωρακίζω arm with a breastplate aor part pass neut nom/voc/acc pl θωρᾱκισθέντα , θωρακίζω arm with a breastplate aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακίζει — θωρᾱκίζει , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind mp 2nd sg θωρᾱκίζει , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)